ἐκυματοῦτο

ἐκυματοῦτο
ἐκῡματοῦτο , κυματόω
cover with waves
imperf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυματώνω — (AM κυματῶ, όω) [κύμα] νεοελλ. 1. προκαλώ κυματισμό σε κάτι, τό κυματίζω ή κινούμαι κυματοειδώς 2. είμαι γεμάτος από κάτι, ξεχειλίζω, χύνω («πού κείνοι απού τα χείλη τως μέλι εκυματούσα», Ερωφ.) μσν. αρχ. 1. υψώνομαι σε κύματα («ὁ ποταμὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”